Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòrnice  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔrniʧe]

1 κυλινδρικός θόλος
2 αψίδα
3 ανατομικό τόξο ή πτυχή
4 αψίδωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fornicazione fornire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fornello (ουσ αρσ )
fornicare (ρ.αμτβ.)
fornicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornicatrice (θηλ.ουσ)
fornicazione (θηλ.ουσ)
fornice (ουσ αρσ και θηλ.)
fornire (ρ. μτβ.)
fornirsi (ρ.μ. (αντων.))
fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )
foro (ουσ αρσ )
forosetta (θηλ.ουσ)
forra (θηλ.ουσ)
forse (επίρ.)
forsennata (θηλ.ουσ)
forsennatamente (επίρ.)
forsennatezza (θηλ.ουσ)
forsennato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---