ItalianoGreco


fòrnice  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔrniʧe]

1 κυλινδρικός θόλος
2 αψίδα
3 ανατομικό τόξο ή πτυχή
4 αψίδωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---