Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forsennàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forsenˈnato]

τρελός άντρας

forsennàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [forsenˈnato]

1 έξαλλος
2 τρελός
3 μανιακός
4 παλαβός
5 θεοπάλαβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forsennatezza forsýthia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forra (θηλ.ουσ)
forse (επίρ.)
forsennata (θηλ.ουσ)
forsennatamente (επίρ.)
forsennatezza (θηλ.ουσ)
forsennato (ουσ αρσ )
forsennato (επίθ.)
forsýthia (θηλ.ουσ)
forte (ουσ αρσ )
forte (επίθ.)
forte (επίρ.)
fortemente (επίρ.)
fortezza (θηλ.ουσ)
fortificabile (επίθ.)
fortificare (ρ. μτβ.)
fortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fortificazione (θηλ.ουσ)
fortilizio (ουσ αρσ )
fortino (ουσ αρσ )
fortissimo (επίθ. e επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---