Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόforsennàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [forsenˈnato] τρελός άντρας forsennàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [forsenˈnato] 1 έξαλλος 2 τρελός 3 μανιακός 4 παλαβός 5 θεοπάλαβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |