Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forsennataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [forsennataˈmente]

1 άγρια
2 τρελά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forsennata forsennatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foro (ουσ αρσ )
forosetta (θηλ.ουσ)
forra (θηλ.ουσ)
forse (επίρ.)
forsennata (θηλ.ουσ)
forsennatamente (επίρ.)
forsennatezza (θηλ.ουσ)
forsennato (ουσ αρσ )
forsennato (επίθ.)
forsýthia (θηλ.ουσ)
forte (ουσ αρσ )
forte (επίθ.)
forte (επίρ.)
fortemente (επίρ.)
fortezza (θηλ.ουσ)
fortificabile (επίθ.)
fortificare (ρ. μτβ.)
fortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fortificazione (θηλ.ουσ)
fortilizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---