Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [forteˈmente]

1 σφοδρά
2 έντονα
3 ακλόνητα
4 αποτελεσματικά
5 σκληρά
6 θαρραλέα
7 γενναία
8 ισχυρά
9 γερά
10 βαριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forte fortezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forsennato (επίθ.)
forsýthia (θηλ.ουσ)
forte (ουσ αρσ )
forte (επίθ.)
forte (επίρ.)
fortemente (επίρ.)
fortezza (θηλ.ουσ)
fortificabile (επίθ.)
fortificare (ρ. μτβ.)
fortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fortificazione (θηλ.ουσ)
fortilizio (ουσ αρσ )
fortino (ουσ αρσ )
fortissimo (επίθ. e επίρ.)
fortitudine (θηλ.ουσ)
fortore (ουσ αρσ )
fortuitamente (επίρ.)
fortuito (επίθ.)
fortuna (θηλ.ουσ)
fortunale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---