Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fortóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forˈtore]

1 στυφότητα
2 πικρότητα
3 στυφάδα
4 αγουρίλα
5 στρυφνάδα
6 πικράδα
7 ξινίλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fortitudine fortuitamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fortificazione (θηλ.ουσ)
fortilizio (ουσ αρσ )
fortino (ουσ αρσ )
fortissimo (επίθ. e επίρ.)
fortitudine (θηλ.ουσ)
fortore (ουσ αρσ )
fortuitamente (επίρ.)
fortuito (επίθ.)
fortuna (θηλ.ουσ)
fortunale (αρσ. επίθ και ουσ)
fortunatamente (επίρ.)
fortunato (επίθ.)
fortunoso (επίθ.)
foruncolo (ουσ αρσ )
foruncolosi (θηλ.ουσ)
forviare (ρ.αμτβ.)
forviare (ρ. μτβ.)
forza (θηλ.ουσ)
forzamento (ουσ αρσ )
forzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---