Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfortùna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [forˈtuna] η τύχη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαatterraggio [αρσ.] di fortuna = αναγκαστική προσγείωση || ha avuto un colpo di fortuna = του 'φεξε || per fortuna = ευτυχώς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |