Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fortsaˈmento]

1 πειθαναγκασμός
2 επιβολή
3 εξαναγκασμός
4 καταναγκασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forza forzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foruncolo (ουσ αρσ )
foruncolosi (θηλ.ουσ)
forviare (ρ.αμτβ.)
forviare (ρ. μτβ.)
forza (θηλ.ουσ)
forzamento (ουσ αρσ )
forzare (ρ.αμτβ.)
forzare (ρ. μτβ.)
forzatamente (επίρ.)
forzato (ουσ αρσ )
forzato (επίθ.)
forzatura (θηλ.ουσ)
forziere (ουσ αρσ )
forzoso (επίθ.)
forzuto (επίθ.)
foschia (θηλ.ουσ)
fosco (επίθ.)
fosfatasi (θηλ.ουσ)
fosfatico (επίθ.)
fosfatizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---