Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fósco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfosko]

1 καταχνιασμένος
2 ομιχλώδης
3 ζοφερός
4 σκοτεινός
5 θαμπός
6 θεοσκότεινος
7 μουντός
8 δυσήλιος
9 σκοταδερός
10 ανταριασμένος
11 σκοτεινιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foschia fosfatasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forzatura (θηλ.ουσ)
forziere (ουσ αρσ )
forzoso (επίθ.)
forzuto (επίθ.)
foschia (θηλ.ουσ)
fosco (επίθ.)
fosfatasi (θηλ.ουσ)
fosfatico (επίθ.)
fosfatizzare (ρ. μτβ.)
fosfatizzazione (θηλ.ουσ)
fosfato (ουσ αρσ )
fosfene (ουσ αρσ )
fosfina (θηλ.ουσ)
fosfito (ουσ αρσ )
fosfolipide (ουσ αρσ )
fosforare (ρ. μτβ.)
fosforato (επίθ.)
fosforeggiare (ρ.αμτβ.)
fosforescente (επίθ.)
fosforescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---