Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfosfìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fosˈfito] άλας ή εστέρας φωσφορώδους οξέως με ρίζα PO_3 permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |