Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fosfène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fosˈfɛne]

αίσθηση φωτός όταν πιέζουμε τα μάτια μας με κλειστά τα βλέφαρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fosfato fosfina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fosfatasi (θηλ.ουσ)
fosfatico (επίθ.)
fosfatizzare (ρ. μτβ.)
fosfatizzazione (θηλ.ουσ)
fosfato (ουσ αρσ )
fosfene (ουσ αρσ )
fosfina (θηλ.ουσ)
fosfito (ουσ αρσ )
fosfolipide (ουσ αρσ )
fosforare (ρ. μτβ.)
fosforato (επίθ.)
fosforeggiare (ρ.αμτβ.)
fosforescente (επίθ.)
fosforescenza (θηλ.ουσ)
fosforico (επίθ.)
fosforilare (ρ. μτβ.)
fosforilazione (θηλ.ουσ)
fosforismo (ουσ αρσ )
fosforite (θηλ.ουσ)
fosforo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---