ItalianoGreco


fosfène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fosˈfɛne]

αίσθηση φωτός όταν πιέζουμε τα μάτια μας με κλειστά τα βλέφαρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---