Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfosfìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fosˈfina] 1 φωσφίδιο του υδρογόνου άχρωμο δηλητηριώδες αέριο PH_3 με μυρουδιά σκόρδου 2 συνθετική κίτρινη βαφή 3 φωσφίνιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |