Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fortificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fortifiˈkare]

1 τειχίζω
2 εντείνω
3 ζωογονώ
4 κραταιώνω
5 οχυρώνω
6 αναζωογονώ
7 θεριεύω
8 ισχυροποιώ
9 αντρειεύομαι
10 ενδυναμώνω
11 τονώνω
12 ατσαλώνω
13 χαλυβδώνω
14 καρδαμώνω
15 ενθαρρύνω
16 ενισχύω
17 δυναμώνω

fortificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [fortifiˈkarsi]

1 οχυρώνομαι
2 δυναμώνω
3 αντρειεύομαι
4 ενισχύομαι
5 κρατώ πεισματικά θέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fortificabile fortificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forte (επίθ.)
forte (επίρ.)
fortemente (επίρ.)
fortezza (θηλ.ουσ)
fortificabile (επίθ.)
fortificare (ρ. μτβ.)
fortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fortificazione (θηλ.ουσ)
fortilizio (ουσ αρσ )
fortino (ουσ αρσ )
fortissimo (επίθ. e επίρ.)
fortitudine (θηλ.ουσ)
fortore (ουσ αρσ )
fortuitamente (επίρ.)
fortuito (επίθ.)
fortuna (θηλ.ουσ)
fortunale (αρσ. επίθ και ουσ)
fortunatamente (επίρ.)
fortunato (επίθ.)
fortunoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---