Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòrte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔrte]

το φρούριο

fòrte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔrte]

1 δυνατός (-ή, -ό), ισχυρός (-ή, -ό), γερός (-ή, -ό)
2 (fumatore) δεινός (-ή, -ό)
3 (somma) σημαντικός (-ή, -ό)

fòrte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔrte]

1 (velocemente) γρήγορα
2 (a voce alta) δυνατά
3 (violentemente) βίαια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forsýthia fortemente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


caffè [αρσ.] forte = ο βαρύς καφές


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forsennatamente (επίρ.)
forsennatezza (θηλ.ουσ)
forsennato (ουσ αρσ )
forsennato (επίθ.)
forsýthia (θηλ.ουσ)
forte (ουσ αρσ )
forte (επίθ.)
forte (επίρ.)
fortemente (επίρ.)
fortezza (θηλ.ουσ)
fortificabile (επίθ.)
fortificare (ρ. μτβ.)
fortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fortificazione (θηλ.ουσ)
fortilizio (ουσ αρσ )
fortino (ουσ αρσ )
fortissimo (επίθ. e επίρ.)
fortitudine (θηλ.ουσ)
fortore (ουσ αρσ )
fortuitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---