Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forosétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [foroˈsetta]

χωριατοπούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foro forra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )
foro (ουσ αρσ )
forosetta (θηλ.ουσ)
forra (θηλ.ουσ)
forse (επίρ.)
forsennata (θηλ.ουσ)
forsennatamente (επίρ.)
forsennatezza (θηλ.ουσ)
forsennato (ουσ αρσ )
forsennato (επίθ.)
forsýthia (θηλ.ουσ)
forte (ουσ αρσ )
forte (επίθ.)
forte (επίρ.)
fortemente (επίρ.)
fortezza (θηλ.ουσ)
fortificabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---