Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfórno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈforno] 1 ο φούρνος 2 (panetteria) το αρτοποιείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdolce [αρσ.] cotto al forno = το γλυκό ταψιού || forno [αρσ.] a microonde = ο φούρνος μικροκυμάτων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |