Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fornicatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fornikaˈtore]

1 πόρνος
2 μοιχός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fornicare fornicatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fornace (θηλ.ουσ)
fornaciaio (ουσ αρσ )
fornaio (ουσ αρσ )
fornello (ουσ αρσ )
fornicare (ρ.αμτβ.)
fornicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornicatrice (θηλ.ουσ)
fornicazione (θηλ.ουσ)
fornice (ουσ αρσ και θηλ.)
fornire (ρ. μτβ.)
fornirsi (ρ.μ. (αντων.))
fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )
foro (ουσ αρσ )
forosetta (θηλ.ουσ)
forra (θηλ.ουσ)
forse (επίρ.)
forsennata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---