Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fornàce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [forˈnaʧe]

1 φουρναριό
2 κλίβανος
3 φούρνος
4 καμίνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  formulazione fornaciaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formoso (επίθ.)
formula (θηλ.ουσ)
formulare (ρ. μτβ.)
formulario (ουσ αρσ )
formulazione (θηλ.ουσ)
fornace (θηλ.ουσ)
fornaciaio (ουσ αρσ )
fornaio (ουσ αρσ )
fornello (ουσ αρσ )
fornicare (ρ.αμτβ.)
fornicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornicatrice (θηλ.ουσ)
fornicazione (θηλ.ουσ)
fornice (ουσ αρσ και θηλ.)
fornire (ρ. μτβ.)
fornirsi (ρ.μ. (αντων.))
fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---