Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fornaciàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fornaˈʧajo]

1 καμινάρης
2 εργάτης καμινιού
3 φούρναρης
4 καμινευτής
5 ψήστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fornace fornaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formula (θηλ.ουσ)
formulare (ρ. μτβ.)
formulario (ουσ αρσ )
formulazione (θηλ.ουσ)
fornace (θηλ.ουσ)
fornaciaio (ουσ αρσ )
fornaio (ουσ αρσ )
fornello (ουσ αρσ )
fornicare (ρ.αμτβ.)
fornicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornicatrice (θηλ.ουσ)
fornicazione (θηλ.ουσ)
fornice (ουσ αρσ και θηλ.)
fornire (ρ. μτβ.)
fornirsi (ρ.μ. (αντων.))
fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )
foro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---