Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfornaciàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fornaˈʧajo] 1 καμινάρης 2 εργάτης καμινιού 3 φούρναρης 4 καμινευτής 5 ψήστης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |