Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fornicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fornikatˈtsjone]

1 μοιχεία
2 κεράτωμα
3 απιστία
4 λαθρογαμία
5 παράβαση της συζυγικής πίστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fornicatrice fornice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fornaio (ουσ αρσ )
fornello (ουσ αρσ )
fornicare (ρ.αμτβ.)
fornicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornicatrice (θηλ.ουσ)
fornicazione (θηλ.ουσ)
fornice (ουσ αρσ και θηλ.)
fornire (ρ. μτβ.)
fornirsi (ρ.μ. (αντων.))
fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )
foro (ουσ αρσ )
forosetta (θηλ.ουσ)
forra (θηλ.ουσ)
forse (επίρ.)
forsennata (θηλ.ουσ)
forsennatamente (επίρ.)
forsennatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---