Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fornèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forˈnɛllo]

το φουρνέλο, το μάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fornaio fornicare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fornello [αρσ.] a gas = το μάτι γκαζιού || fornello [αρσ.] elettrico = το ηλεκτρικό μάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formulario (ουσ αρσ )
formulazione (θηλ.ουσ)
fornace (θηλ.ουσ)
fornaciaio (ουσ αρσ )
fornaio (ουσ αρσ )
fornello (ουσ αρσ )
fornicare (ρ.αμτβ.)
fornicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornicatrice (θηλ.ουσ)
fornicazione (θηλ.ουσ)
fornice (ουσ αρσ και θηλ.)
fornire (ρ. μτβ.)
fornirsi (ρ.μ. (αντων.))
fornito (επίθ.)
fornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
fornitura (θηλ.ουσ)
forno (ουσ αρσ )
foro (ουσ αρσ )
forosetta (θηλ.ουσ)
forra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---