fornicàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [forniˈkare]
1 κάνω μοιχεία
2 πορνεύομαι
3 παραβαίνω τη συζυγική πίστη
4 συνευρίσκομαι με παντρεμένη γυναίκα
5 κερατώνω
6 μοιχεύω
7 γίνομαι μοιχός
8 συνευρίσκομαι με ξένο άντρα (για παντρεμένη γυναίκα)
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [forniˈkare]
1 κάνω μοιχεία
2 πορνεύομαι
3 παραβαίνω τη συζυγική πίστη
4 συνευρίσκομαι με παντρεμένη γυναίκα
5 κερατώνω
6 μοιχεύω
7 γίνομαι μοιχός
8 συνευρίσκομαι με ξένο άντρα (για παντρεμένη γυναίκα)
permalink
fornicare (ρ.αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android