Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόformicolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [formikoˈlio] 1 μούδιασμα 2 μυρμήγκιασμα 3 μεγάλη συγκέντρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |