Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


formalìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [formaˈlista]

1 τυπολάτρης
2 φορμαλιστής
3 τυπικός
4 γραφειοκράτης
5 σχολαστικός με τους τύπους
6 μανδαρίνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  formalismo formalistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formaggio (ουσ αρσ )
formaldeide (θηλ.ουσ)
formale (επίθ.)
formalina (θηλ.ουσ)
formalismo (ουσ αρσ )
formalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
formalistico (επίθ.)
formalità (θηλ.ουσ)
formalizzare (ρ. μτβ.)
formalizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
formalizzazione (θηλ.ουσ)
formare (ρ. μτβ.)
formarsi (ρ.μ. (αντων.))
formativo (αρσ. επίθ και ουσ)
formato (ουσ αρσ )
formato (επίθ.)
formatore (αρσ. επίθ και ουσ)
formatrice (θηλ.ουσ)
formatura (θηλ.ουσ)
formazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---