ItalianoGreco


forièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [foˈrjɛro]

1 τελάλης
2 κήρυκας
3 πρόδρομος
4 μαντατοφόρος
5 προάγγελος

forièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [foˈrjɛro]

προαγγελτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---