Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόforestierùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [forestjeˈrume] 1 ανάμεικτο πλήθος ξένων 2 ιδιωματισμοί 3 ποιότητα κάτι του ξένου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |