Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forestierùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forestjeˈrume]

1 ανάμεικτο πλήθος ξένων
2 ιδιωματισμοί
3 ποιότητα κάτι του ξένου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forestiero forfait  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foresteria (θηλ.ουσ)
forestieraio (ουσ αρσ )
forestierismo (ουσ αρσ )
forestiero (ουσ αρσ )
forestiero (επίθ.)
forestierume (ουσ αρσ )
forfait (ουσ αρσ )
forfecchia (θηλ.ουσ)
forfetario (επίθ.)
forfetizzare (ρ. μτβ.)
forfettario (επίθ.)
forfora (θηλ.ουσ)
forforoso (επίθ.)
forgia (θηλ.ουσ)
forgiabile (επίθ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ)
forgiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
forgiatore (ουσ αρσ )
forgiatrice (θηλ.ουσ)
forgiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---