Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forestieràio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forestjeˈrajo]

καλόγερος που ασχολείται με τους επισκέπτες του μοναστηριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foresteria forestierismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forcuto (επίθ.)
forense (επίθ.)
foresta (θηλ.ουσ)
forestale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
foresteria (θηλ.ουσ)
forestieraio (ουσ αρσ )
forestierismo (ουσ αρσ )
forestiero (ουσ αρσ )
forestiero (επίθ.)
forestierume (ουσ αρσ )
forfait (ουσ αρσ )
forfecchia (θηλ.ουσ)
forfetario (επίθ.)
forfetizzare (ρ. μτβ.)
forfettario (επίθ.)
forfora (θηλ.ουσ)
forforoso (επίθ.)
forgia (θηλ.ουσ)
forgiabile (επίθ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---