Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόforchettàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [forketˈtata] 1 ποσότητα που πιάνει το δίκρανο 2 σπρώξιμο με δίκρανο (στο σανό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |