Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


footing  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfuting]

1 προετοιμασία αθλητική
2 αργό τρέξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  football foracchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fontanile (ουσ αρσ )
fontanino (επίθ.)
fonte (θηλ.ουσ)
fontina (θηλ.ουσ)
football (ουσ αρσ )
footing (ουσ αρσ )
foracchiare (ρ. μτβ.)
foracchiatura (θηλ.ουσ)
foraggiamento (ουσ αρσ )
foraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
foraggiera (θηλ.ουσ)
foraggiere (ουσ αρσ )
foraggiero (επίθ.)
foraggio (ουσ αρσ )
forame (ουσ αρσ )
foraminifero (ουσ αρσ )
foraneo (επίθ.)
forare (ρ. μτβ.)
forasiepe (ουσ αρσ )
forastico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---