Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfooting
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfuting] 1 προετοιμασία αθλητική 2 αργό τρέξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |