Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fóndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfondo]

1 ο πυθμένας, ο πάτος, το βάθος
2 (sfondo) το φόντο

fóndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfondo]

βαθύς (-ειά, -ύ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fonditura fondotinta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(πλοίο) andare a fondo = (nave) βυθίζομαι || da cima a fondo = από πάνω μέχρι κάτω || dare fondo (a) = εξαντλώ || fondi [αρσ. πλυθ.] = (denaro) τα κεφάλαια, (di caffè) τα κατακάθια || (θάλασσα) in fondo = (al mare) στον βυθό | (a strada, stanza) στο βάθος | (in fin dei conti) κατά βάθος || piatto [αρσ.] fondo = το πιάτο βαθύ || sci [αρσ.] da fondo = το περπατητό σκι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)
fondo (ουσ αρσ )
fondo (επίθ.)
fondotinta (ουσ αρσ )
fondovalle (ουσ αρσ )
fonduta (θηλ.ουσ)
fonema (ουσ αρσ )
fonematica (θηλ.ουσ)
fonematico (επίθ.)
fonendoscopio (ουσ αρσ )
fonetica (θηλ.ουσ)
fonetico (επίθ.)
fonetista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonia (θηλ.ουσ)
foniatria (θηλ.ουσ)
fonico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---