Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondiglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdiʎʎo]

1 ζούρα
2 ζούρια
3 κατακάθι
4 καταστάλαγμα
5 καταπάτι
6 μούργα
7 υποστάθμη
8 τζούρα
9 κατακρήμνισμα
10 κατακάθισμα
11 ίζημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondibile fondina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)
fondo (ουσ αρσ )
fondo (επίθ.)
fondotinta (ουσ αρσ )
fondovalle (ουσ αρσ )
fonduta (θηλ.ουσ)
fonema (ουσ αρσ )
fonematica (θηλ.ουσ)
fonematico (επίθ.)
fonendoscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---