Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fóndere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfondere]

1 λιώνω
2 λιώνω μέταλλα σε καμίνι
3 ανακατεύομαι
4 κατεργάζομαι σε καμίνι
5 λιώνω μετάλλευμα για διαχωρισμό
6 τήκομαι
7 ρευστοποιούμαι
8 περιπλέκομαι
9 εξευγενίζω μέταλλα
10 καμινεύω
11 ενοποιούμαι
12 αναμειγνύομαι
13 χύνω μέταλλο σε καλούπι
14 χωνεύω
15 συγχωνεύομαι
16 ανακατώνομαι

fóndersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfondersi]

1 ξεσπώ
2 ενσωματώνομαι
3 συνδυάζομαι
4 συγχωνεύομαι
5 τήκομαι
6 συνενώνομαι
7 ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondente fonderia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondatore (ουσ αρσ )
fondazione (θηλ.ουσ)
fondello (ουσ αρσ )
fondente (ουσ αρσ )
fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)
fondo (ουσ αρσ )
fondo (επίθ.)
fondotinta (ουσ αρσ )
fondovalle (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---