Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdɛllo]

1 βάση θήκης φυσιγγιού που έχει το γέμισμα του εκρηκτικού
2 πάτος
3 κομμάτι φόντου
4 ψυχή του μπουμπουκιού
5 βυθός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondazione fondente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondatamente (επίρ.)
fondatezza (θηλ.ουσ)
fondato (επίθ.)
fondatore (ουσ αρσ )
fondazione (θηλ.ουσ)
fondello (ουσ αρσ )
fondente (ουσ αρσ )
fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)
fondo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---