Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdibile]

1 που μπορεί να λιώσει
2 τακερός
3 εύτηκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondiario fondiglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)
fondo (ουσ αρσ )
fondo (επίθ.)
fondotinta (ουσ αρσ )
fondovalle (ουσ αρσ )
fonduta (θηλ.ουσ)
fonema (ουσ αρσ )
fonematica (θηλ.ουσ)
fonematico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---