Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdɛnte]

1 φοντάν
2 μικρό ζαχαρωτό που λιώνει στο στόμα
3 υλικό διευκόλυνσης της συγκόλλησης με ηλεκτρικό κολλητήρι

fondènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdɛnte]

που λειώνει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondello fondere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cioccolato [αρσ.] fondente = η σοκολάτα υγείας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondatezza (θηλ.ουσ)
fondato (επίθ.)
fondatore (ουσ αρσ )
fondazione (θηλ.ουσ)
fondello (ουσ αρσ )
fondente (ουσ αρσ )
fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)
fondo (ουσ αρσ )
fondo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---