ItalianoGreco


fondènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdɛnte]

1 φοντάν
2 μικρό ζαχαρωτό που λιώνει στο στόμα
3 υλικό διευκόλυνσης της συγκόλλησης με ηλεκτρικό κολλητήρι

fondènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdɛnte]

που λειώνει


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cioccolato [αρσ.] fondente = η σοκολάτα υγείας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---