Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fondatˈtsjone]

1 οικοδόμηση
2 δημιουργία
3 θεμελίωμα
4 καθίδρυση
5 κτίση
6 προώθηση
7 προβολή
8 ινστιτούτο
9 ενίδρυση
10 ισχυροποίηση
11 συγκρότηση
12 ίδρυμα
13 εδραίωση
14 θεμελίωση
15 στερέωση
16 σύσταση
17 στήσιμο
18 ίδρυση
19 σύμπηξις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondatore fondello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondata (θηλ.ουσ)
fondatamente (επίρ.)
fondatezza (θηλ.ουσ)
fondato (επίθ.)
fondatore (ουσ αρσ )
fondazione (θηλ.ουσ)
fondello (ουσ αρσ )
fondente (ουσ αρσ )
fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)
fonditura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---