Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdato]

1 βάσιμος
2 στηριγμένος
3 ιδρυθείς
4 εδραιωμένος
5 συγκροτημένος
6 θεμελιωμένος
7 βασισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondatezza fondatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondare (ρ. μτβ.)
fondarsi (ρ.μ. (αντων.))
fondata (θηλ.ουσ)
fondatamente (επίρ.)
fondatezza (θηλ.ουσ)
fondato (επίθ.)
fondatore (ουσ αρσ )
fondazione (θηλ.ουσ)
fondello (ουσ αρσ )
fondente (ουσ αρσ )
fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---