Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fomentazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fomentatˈtsjone]

1 παρακίνηση
2 υπόθαλψη
3 προβοκάτσια
4 υποκίνηση
5 πρόκληση
6 υποδαύλιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fomentatore fomento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

follone (ουσ αρσ )
folto (ουσ αρσ )
folto (επίθ.)
fomentare (ρ. μτβ.)
fomentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fomentazione (θηλ.ουσ)
fomento (ουσ αρσ )
fomite (ουσ αρσ )
fon (ουσ αρσ )
fonatorio (επίθ.)
fonazione (θηλ.ουσ)
fonda (θηλ.ουσ)
fondaccio (ουσ αρσ )
fondaco (ουσ αρσ )
fondale (ουσ αρσ )
fondale (επίθ.)
fondame (ουσ αρσ )
fondamenta (θηλ. ουσ πληθ.)
fondamentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---