Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdale]

1 φόντο σκηνικού θεατρικής παράστασης
2 βάθος βυθού μετρημένο με ηχοβολιστικό

fondàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdale]

ξερά φύλλα μαζεμένα από τον αέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondaco fondame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fonatorio (επίθ.)
fonazione (θηλ.ουσ)
fonda (θηλ.ουσ)
fondaccio (ουσ αρσ )
fondaco (ουσ αρσ )
fondale (ουσ αρσ )
fondale (επίθ.)
fondame (ουσ αρσ )
fondamenta (θηλ. ουσ πληθ.)
fondamentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalismo (ουσ αρσ )
fondamentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalmente (επίρ.)
fondamentare (ρ. μτβ.)
fondamento (ουσ αρσ )
fondant (ουσ αρσ )
fondare (ρ. μτβ.)
fondarsi (ρ.μ. (αντων.))
fondata (θηλ.ουσ)
fondatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---