Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfondàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fonˈdale] 1 φόντο σκηνικού θεατρικής παράστασης 2 βάθος βυθού μετρημένο με ηχοβολιστικό fondàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [fonˈdale] ξερά φύλλα μαζεμένα από τον αέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |