Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fondaménta  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [fondaˈmenta]

τα θεμέλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fondame fondamentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondaccio (ουσ αρσ )
fondaco (ουσ αρσ )
fondale (ουσ αρσ )
fondale (επίθ.)
fondame (ουσ αρσ )
fondamenta (θηλ. ουσ πληθ.)
fondamentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalismo (ουσ αρσ )
fondamentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalmente (επίρ.)
fondamentare (ρ. μτβ.)
fondamento (ουσ αρσ )
fondant (ουσ αρσ )
fondare (ρ. μτβ.)
fondarsi (ρ.μ. (αντων.))
fondata (θηλ.ουσ)
fondatamente (επίρ.)
fondatezza (θηλ.ουσ)
fondato (επίθ.)
fondatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---