Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfondamentalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fondamentaˈlizmo] 1 αυστηρή τήρηση αρχών 2 φονταμενταλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |