Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfondàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fonˈdatʧo] 1 απούλητα πράγματα μαγαζιού 2 μούργα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |