Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòmite  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔmite]

1 αφορμή
2 προσάναμμα
3 άναμμα
4 έναυσμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fomento fon  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folto (επίθ.)
fomentare (ρ. μτβ.)
fomentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fomentazione (θηλ.ουσ)
fomento (ουσ αρσ )
fomite (ουσ αρσ )
fon (ουσ αρσ )
fonatorio (επίθ.)
fonazione (θηλ.ουσ)
fonda (θηλ.ουσ)
fondaccio (ουσ αρσ )
fondaco (ουσ αρσ )
fondale (ουσ αρσ )
fondale (επίθ.)
fondame (ουσ αρσ )
fondamenta (θηλ. ουσ πληθ.)
fondamentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalismo (ουσ αρσ )
fondamentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fondamentalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---