Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfomentatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [fomentaˈtore] 1 προβοκάτορας 2 διεγέρτης 3 παρακινητής 4 υποκινητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |