Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


follìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [folˈlikolo]

1 ωοθυλάκιο
2 θυλάκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  follicolite follone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folletto (ουσ αρσ )
follia (θηλ.ουσ)
follicolare (επίθ.)
follicolina (θηλ.ουσ)
follicolite (θηλ.ουσ)
follicolo (ουσ αρσ )
follone (ουσ αρσ )
folto (ουσ αρσ )
folto (επίθ.)
fomentare (ρ. μτβ.)
fomentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fomentazione (θηλ.ουσ)
fomento (ουσ αρσ )
fomite (ουσ αρσ )
fon (ουσ αρσ )
fonatorio (επίθ.)
fonazione (θηλ.ουσ)
fonda (θηλ.ουσ)
fondaccio (ουσ αρσ )
fondaco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---