Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfollìcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [folˈlikolo] 1 ωοθυλάκιο 2 θυλάκιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |