Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


follétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [folˈletto]

1 παγανό
2 αερικό
3 στοιχειό
4 νάνος
5 ξωτικό
6 καλικάντζαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  follemente follia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folle (ουσ αρσ και θηλ.)
folle (επίθ.)
folleggiamento (ουσ αρσ )
folleggiare (ρ.αμτβ.)
follemente (επίρ.)
folletto (ουσ αρσ )
follia (θηλ.ουσ)
follicolare (επίθ.)
follicolina (θηλ.ουσ)
follicolite (θηλ.ουσ)
follicolo (ουσ αρσ )
follone (ουσ αρσ )
folto (ουσ αρσ )
folto (επίθ.)
fomentare (ρ. μτβ.)
fomentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fomentazione (θηλ.ουσ)
fomento (ουσ αρσ )
fomite (ουσ αρσ )
fon (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---