Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòlle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔlle]

ο τρελός (-ή)

fòlle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔlle]

τρελός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  follatura folleggiamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in folle = στο νεκρό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folla (θηλ.ουσ)
follare (ρ. μτβ.)
follatore (ουσ αρσ )
follatrice (θηλ.ουσ)
follatura (θηλ.ουσ)
folle (ουσ αρσ και θηλ.)
folle (επίθ.)
folleggiamento (ουσ αρσ )
folleggiare (ρ.αμτβ.)
follemente (επίρ.)
folletto (ουσ αρσ )
follia (θηλ.ουσ)
follicolare (επίθ.)
follicolina (θηλ.ουσ)
follicolite (θηλ.ουσ)
follicolo (ουσ αρσ )
follone (ουσ αρσ )
folto (ουσ αρσ )
folto (επίθ.)
fomentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---