Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


follàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [folˈlare]

1 πατώ (με τα πόδια)
2 συνθλίβω
3 συμπιέζω
4 γναφεύω
5 λευκαίνω νήματα φυσικά ή συνθετικά
6 γνέθω
7 επεξεργάζομαι μηχανικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  folla follatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folgore (θηλ.ουσ)
folgorite (θηλ.ουσ)
folk (αρσ. επίθ και ουσ)
folklore (ουσ αρσ )
folla (θηλ.ουσ)
follare (ρ. μτβ.)
follatore (ουσ αρσ )
follatrice (θηλ.ουσ)
follatura (θηλ.ουσ)
folle (ουσ αρσ και θηλ.)
folle (επίθ.)
folleggiamento (ουσ αρσ )
folleggiare (ρ.αμτβ.)
follemente (επίρ.)
folletto (ουσ αρσ )
follia (θηλ.ουσ)
follicolare (επίθ.)
follicolina (θηλ.ουσ)
follicolite (θηλ.ουσ)
follicolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---