Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divertìcolo (ουσ αρσ ) divìno (επίθ.)
diverticolòsi (θηλ.ουσ) divìsa (θηλ.ουσ)
divertiménto (ουσ αρσ ) divisàre (ρ. μτβ.)
divertìre (ρ. μτβ.) divisìbile (επίθ.)
divertirsi (ρ.μ. (αντων.)) divisibilità (θηλ.ουσ)
divertìto (επίθ.) divisionàle (επίθ.)
divétta (θηλ.ουσ) divisionàrio (επίθ.)
divezzaménto (ουσ αρσ ) divisióne (θηλ.ουσ)
divezzàre (ρ. μτβ.) divisionìsmo (ουσ αρσ )
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.)) divisionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dividèndo (ουσ αρσ ) divisionìstico (επίθ.)
divìdere (ρ. μτβ.) divìsmo (ουσ αρσ )
dividersi (ρ.μ. (αντων.)) divìso (επίθ.)
divièto (ουσ αρσ ) divisóre (αρσ. επίθ και ουσ)
divinaménte (επίρ.) divisòrio (ουσ αρσ )
divinàre (ρ. μτβ.) divisòrio (επίθ.)
divinatòrio (επίθ.) divìstico (επίθ.)
divinazióne (θηλ.ουσ) dìvo (ουσ αρσ )
divincolaménto (ουσ αρσ ) dìvo (επίθ.)
divincolàre (ρ. μτβ.) divoràre (ρ. μτβ.)
divincolàrsi (ρ. μ. αμτβ.) divorarsi (ρ.μ. (αντων.))
divinità (θηλ.ουσ) divoratóre (ουσ αρσ )
divinizzàre (ρ. μτβ.) divoratóre (επίθ.)
divinizzazióne (θηλ.ουσ) divorziàre (ρ.αμτβ.)
divìno (ουσ αρσ ) divorziàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: