Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

désto, dèsto (επίθ.) detassazióne (θηλ.ουσ)
dèstr (επιφ.) detective (ουσ αρσ )
dèstra (θηλ.ουσ) detector (ουσ αρσ )
destraménte (επίρ.) detenére (ρ. μτβ.)
destreggiaménto (ουσ αρσ ) detentìvo (επίθ.)
destreggiàre (ρ.αμτβ.) detentóre (αρσ. επίθ και ουσ)
destreggiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) detenùto (αρσ. επίθ και ουσ)
destrézza (θηλ.ουσ) detenzióne (θηλ.ουσ)
destrière (ουσ αρσ ) detergènte (ουσ αρσ )
destrièro (ουσ αρσ ) detergènte (επίθ.)
destrìna (θηλ.ουσ) detèrgere (ρ. μτβ.)
destrìsmo (ουσ αρσ ) deterioràbile (επίθ.)
dèstro (ουσ αρσ ) deterioraménto (ουσ αρσ )
dèstro (επίθ.) deterioràre (ρ. μτβ.)
destrocardìa (θηλ.ουσ) deteriorarsi (ρ.μ. (αντων.))
destrogìro (επίθ.) deterioràto (επίθ.)
destròide (ουσ αρσ και θηλ.) deteriorazióne (θηλ.ουσ)
destròide (επίθ.) deterióre (επίθ.)
destròrso (αρσ. επίθ και ουσ) determinàbile (επίθ.)
destròsio (ουσ αρσ ) determinànte (ουσ αρσ )
desuèto (επίθ.) determinànte (επίθ.)
desuetùdine (θηλ.ουσ) determinàre (ρ. μτβ.)
desùmere (ρ. μτβ.) determinarsi (ρ.μ. (αντων.))
desumìbile (επίθ.) determinataménte (επίρ.)
desùnto (επίθ.) determinatézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: