Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musonerìa (θηλ.ουσ) mutevolménte (επίρ.)
mussàre (ρ.αμτβ.) mutilàre (ρ. μτβ.)
mùssola (θηλ.ουσ) mutilàto (ουσ αρσ )
mussolìna (θηλ.ουσ) mutilàto (επίθ.)
mussulmàno (ουσ αρσ ) mutilazióne (θηλ.ουσ)
mussulmàno (επίθ.) mùtilo (επίθ.)
mustàcchi (ουσ αρσ πληθ.) mutìsmo (ουσ αρσ )
mustèla (θηλ.ουσ) mùto (ουσ αρσ )
musulmàno (ουσ αρσ ) mùto (επίθ.)
musulmàno (επίθ.) mùtria (θηλ.ουσ)
mùta (θηλ.ουσ) mùtua (θηλ.ουσ)
mutàbile (θηλ. επίθ και ουσ) mutualìsmo (ουσ αρσ )
mutabilità (θηλ.ουσ) mutualìstico (επίθ.)
mutàgeno (επίθ.) mutualità (θηλ.ουσ)
mutaménto (ουσ αρσ ) mutualménte (επίρ.)
mutànde (θηλ. ουσ πληθ.) mutuànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutandìne (θηλ. ουσ πληθ.) mutuàre (ρ. μτβ.)
mutànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) mutuatàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
mutàre (ρ.αμτβ.) mutuàto (ουσ αρσ )
mutàre (ρ. μτβ.) mùtuo (ουσ αρσ )
mutàsi (θηλ.ουσ) mùtuo (επίθ.)
mutatóre (αρσ. επίθ και ουσ) mylar (ουσ αρσ )
mutazióne (θηλ.ουσ) nabàbbo (ουσ αρσ )
mutévole (επίθ.) nàcchera (θηλ.ουσ)
mutevolézza (θηλ.ουσ) nadìr (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: